- ατοπως
- ἀτόπωςἀ-τόπωςстранно, нелепо Thuc., Plat., Arst., Plut., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀτόπως — ἄτοπος out of place adverbial ἄτοπος out of place masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσχήμων — κακοσχήμων, όσχημον (Α) απρεπής, άτοπος. επίρρ... κακοσχημόνως (Α) με κακοσχήμονα τρόπο, όχι κόσμια, κακώς, απρεπώς, ατόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. απλο σχήμων, καινο σχήμων] … Dictionary of Greek
ԱՆՏԵՂԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0244 Chronological Sequence: Unknown date, 8c մ. ἁτόπως absurde Անտեղի օրինակաւ. անպատշաճապէս. տարադէպ. ... *Ասեն յոյժ անտեղաբար. Նիւս. բն. ՟Լ՟Թ: *Որ անտեղաբար եւ անհաւատալի է. Ճ. ՟Ա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)